- ἰσόμετρον
- ἰσόμετροςof equal perimetermasc/fem acc sgἰσόμετροςof equal perimeterneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισόμετρος — η, ο (ΑΜ ἰσόμετρος, ον) 1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο 2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός μσν. αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις (μσν. αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.) αρχ. αυτός που έχει το ίδιο … Dictionary of Greek
AGENOR — I. AGENOR Antenoris fil. Homer. Il. 21. v. 579. Ω῾ς Α᾿ντην´ορος ις̔῾ὸς ἀγαυοῦ δῖος Α᾿γην´ωρ Οὐκ ἔθελεν φδ᾿γειν πρὶν πειρήσαιτ᾿ Α᾿χιλῆος. II. AGENOR Mitylenaeus, de Musicâ scripsit, teste Aristoxenô l. 2. Musices. Incertae aetatis. Vide Voss. de… … Hofmann J. Lexicon universale